- συμβολισμός
- Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια λογοτεχνία με επιστημονική βάση. Οι συμβολιστές, αντίθετα, αντιλαμβάνονται την τέχνη καμωμένη από αποχρώσεις και μουσικότητα, που να μπορεί να εκφράσει ό,τι βαθύτερο και μυστικότερο έχει η ψυχή. Για να το πετύχουν καταφεύγουν στο σύμβολο, δηλαδή στην έμμεση αναπόληση μιας εντύπωσης, μέσω ενός άλλου κατανομαζόμενου αντικείμενου, που έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη υποκειμενική αντιστοιχία με την πρώτη. Η θεωρία αυτή δεν επηρέασε μόνο τη λογοτεχνία, αλλά επεκτάθηκε και στη ζωγραφική και στη μουσική (Βάγκνερ): η συμβολιστική ποίηση προσπαθεί συχνά να μεταβληθεί σε μουσική και χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα, ρυθμό και ήχο, για να υποβάλει τα αισθήματα και τις συγκινήσεις που διαφεύγουν την ανάλυση. Με το σ. παύει η στενή σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό, που υπήρχε κατά την περίοδο του ρομαντισμού: ο ερμητισμός της αντιστοιχίας, η υποκειμενικότητα του σύμβολου, η σπάνια λέξη, η τολμηρή και περίτεχνη σύνταξη, ή άλλοτε υπερβολικά ελεύθερη και άλλοτε υπερβολικά προσεγμένη στιχουργική έκαναν τελικά τη συμβολική ποίηση προσιτή μόνο σε μικρό αριθμό μεμυημένων, απομονωμένων τελείως από το ευρύ κοινό. Πρόδρομος του κινήματος συνηθίζεται να θεωρείται ο Μποντλέρ και, κοντά του, αλλά με πολύ πιο στενή έννοια, οι Μπερτράν, Νερβάλ, Κορμπιέρ, Σαρλ Kρo καθώς και Γερμανοί φιλόσοφοι και ποιητές, και φαίνεται ότι δεν ήταν ξένος σ’ αυτό και ο Λαφόργκ. Πολλοί από τους συμβολιστές ποιητές προέρχονταν από τον παρνασσισμό: μεταξύ άλλων και ο Βερλέν που το 1884 εξέδωσε τους Καταραμένους ποιητές, ένα φυλλάδιο όπου εξυμνούνταν όλοι οι «αναζητητές του απόλυτου». Ήταν ως ένα βαθμό συμβολιστές και οι Μαλαρμέ, Ρεμπό, ο Βαλερί της πρώτης περιόδου και, για αρκετό διάστημα, ο Ανρί ντε Ρενιέ και ο Ζαν Μορεάς· ακόμα οι Γκιστάβ Καν, Φρανσίς Ζαμ, Εντουάρ Ντιζαρντέν και πολλοί ποιητές βελγικής καταγωγής: Ρόντενμπαχ, Βεράρεν, Ζιλκέν, Βαν Λερμπέργκ, Φοντενά. Ο σ. διαδόθηκε και έξω από τη Γαλλία και είχε μεγάλη απήχηση σε πολλές ευρωπαϊκές λογοτεχνίες.
θέατρο. Ο σ. επηρέασε και το θέατρο, μολονότι μόλις μπορεί να χαρακτηριστεί ως τάση πολύ λιγότερο σταθερή από τον ιντιμισμό, με τον οποίο συνδέεται από πολλές απόψεις. Εναντίον του ρεαλισμού του αστικού θεάτρου και του νατουραλισμού του Ζολά, οι συμβολιστές επιδίωκαν να αφαιρέσουν κάθε συγκεκριμένη αξία από το λόγο για να το μετατρέψουν σε κρυπτογράφημα ενός ανέκφραστου ποιητικού κόσμου και, στο δυσκίνητο ρεαλισμό των θεατρικών έργων με θέση αντέτασσαν φευγαλέα θεάματα, με λυρική υποβλητικότητα και ανάλαφρη ατμόσφαιρα. Το 1890, μετά τον Ανκαίο του Φρανσίς Βιελέ - Γκριφέν και την Πριγκίπισσα Μαλέν του Μέτερλινκ, η κριτική χαιρέτησε τη γέννηση ενός συμβολιστικού θεάτρου, που βρήκε στο Μέτερλινκ τον πιο αντιπροσωπευτικό συγγραφέα του. Το Théâtre de l’ Oeuvre, που ίδρυσε ο Λινιέ - Πο (1893) φιλοξένησε τα έργα των συμβολιστών και των συγγραφέων που συνδέονταν κατά κάποιο τρόπο με αυτούς. Το συμβολιστικό θέατρο ήταν ένα όχι μικρής αξίας επεισόδιο στο πλαίσιο της ιδεοκρατικής αντίδρασης στο νατουραλισμό: ο Ίψεν, της τελευταίας περιόδου, ο Στρίντμπεργκ των μυστικιστικών δραμάτων, ο Χάουπτμαν της Βουλιαγμένης καμπάνας, ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ όφειλαν όλοι κάτι στο ποιητικό αυτό θέατρο, που στηριζόταν σε μια μαγεία του λόγου, στην οποία συγχωνεύονταν αρμονικά και τέλεια η πραγματικότητα και το όνειρο.
Τέχνη. Στις εικαστικές τέχνες, ο σ. μπορεί να θεωρηθεί ως μια άμεση αντίδραση στις ιδέες για την τέχνη που υποστήριζαν οι ρεαλιστές και ιδιαίτερα ο Κουρμπέ, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, θεωρούσε τη ζωγραφική ως «απόλυτα φυσική γλώσσα που αποτελείται από όλα τα oρατά αντικείμενα» και κατάληγε στο συμπέρασμα πως «ένα αφηρημένο, αόρατο, αντικείμενο δεν ανήκει στο πεδίο της ζωγραφικής». Ο σ. αντίθετα διεκδικούσε υπέρ της ζωγραφικής την ικανότητα να αποδώσει με το σύμβολο την «Ιδέα» και να φέρει τον άνθρωπο σε επαφή με το μυστήριο των πραγμάτων, δηλαδή με τη μυστική, μαγική, θρησκευτική πραγματικότητα τους. Μπορούμε να διακρίνουμε δυο φάσεις του σ.: την πρώτη, κάπως ετερογενή στις αναζητήσεις της και στις πραγματοποιήσεις της, που εκδηλώθηκε μεταξύ του 1860 και του 1870 και αντιπροσωπεύεται κυρίως από το έργο των ζωγράφων Γκιστάβ Μορό, Οντιλόν Ρεντόν, Πιέρ Πυβί ντε Σαβάν και τη δεύτερη, καλλιτεχνικά πολύ σημαντικότερη, με κέντρο της τη λεγόμενη σχολή του Ποντ - Αβάν, που συγκέντρωσε στο ερημητήριο της Βρετάνης τους Πολ Σεριζιέ, Εμίλ Μπερνάρ και Γκογκέν. Ιδιαίτερα σημαντικό από πνευματική άποψη, αν και αρκετά αδύνατο από καλλιτεχνική, ήταν το έργο του Μορό, καλλιτέχνη μορφωμένου και βαθύ γνώστη της ανατολικής τέχνης, καθώς και θαυμαστή του Ντελακρουά: αυτός θεωρούσε ότι η τέχνη δεν έχει σκοπό την αναπαράσταση αντικειμένων, αλλά την υποβολή αισθημάτων, και υποστήριζε πως οι ιδέες πρέπει να εκφράζονται με τις μορφές (δηλαδή με σύμβολα), αποδίνοντας μεγαλύτερη σημασία στις διακοσμητικές αξίες. Ήταν ο πρώτος που έκανε το σ. θεωρία των εικαστικών τεχνών. Τις ιδέες του επανέλαβε ο Μορίς Ντενί, κατά τον οποίο το σύμβολο είναι «η τέχνη της έκφρασης και της πρόκλησης ψυχικών καταστάσεων με τα χρώματα και τις μορφές», και τις συνέχισε μεταξύ 1886 και του 1894, η ομάδα του Ποντ - Αβάν, όπου η αγάπη του Γκογκέν για το καθαρό χρώμα, οι διακοσμητικές προτιμήσεις του συνδυάστηκαν με τις αναζητήσεις του Μπερνάρ, πάνω στον cloisonnisme, τεχνική εμπνευσμένη από τα μεσαιωνικά βιτρώ, που συνίσταται στο κλείσιμο του τοπικού χρώματος μέσα σ’ ένα λεπτό μαύρο ή μπλε περίγραμμα που τείνει να δώσει εμβληματική αξία στην εικόνα. Και έξω από τη Γαλλία, σε αντίδραση προς την ποιητική του ρεαλισμού, σημειώθηκαν εκδηλώσεις με συμβολιστικές τάσεις: από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες πρέπει v’ αναφέρουμε τον Αυστριακό Γκούσταφ Κλιμτ, το Βέλγο Ζακόμπ Σμιτς, τον Αμερικανό Άλμπερτ Ράιντερ και τον Ελβετό Άρνολντ Μπαΐκλιν.
Ο σ. ως καλλιτεχνικό κίνημα συνδέεται στενά με τον συνθετισμό, τους Ναμπί, το «Νέο Ρυθμό» και τα διάφορα κινήματα που απέρρευσαν από τις σετσεσιόν, που συγκέντρωναν ομάδες συγγενικές έως ένα βαθμό.
«Πάνω από την άβυσσο» του Πολ Γκογκέν.
«Σύνθεση», πίνακας του Μωρίς Ντενί, χαρακτηριστικός των τάσεων των συμβολιστών ζωγράφων. Ο πίνακας ανήκει στη Συλλογή Γκεζ (Γενεύη).
* * *ο, Ν1. η χρησιμοποίηση συμβόλων για την έκφραση μιας ιδέας2. (φιλοσ.) σύστημα συμβόλων που αποσκοπεί στην ερμηνεία γεγονότων ή στην έκφραση ιδεών3. λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γαλλία στα τέλη τού 19ου αιώνα και διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και στην Αμερική, επηρεάζοντας τις εικαστικές τέχνες και το θέατρο τού 20ού αιώνα, κίνημα που είχε την αφετηρία του στη θεώρηση τού κόσμου ως ενός συνόλου από σύμβολα, τών οποίων το βαθύτερο νόημα καλείται να ερμηνεύσει ο λογοτέχνης και ο καλλιτέχνης με τη διαίσθηση του4. (ψυχολ.) η ασυνείδητη διαδικασία μετατόπισης ορισμένων συγκινησιακών αξιών από ένα αντικείμενο σε άλλο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται μια μεταμφιεσμένη ικανοποίηση τών καταπιεσμένων επιθυμιών5. (λαογρ.) το σύνολο απλών ενεργειών οι οποίες υποδηλώνουν πράγματα πολύ πιο σημαντικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. symbolisme (< σύμβολο + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Δ. Ι. Ιασονίδη].
Dictionary of Greek. 2013.